- σηπεύω
- σηπ-εύω,A cause to putrefy, Man.4.269.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σηπεύω — Α προκαλώ σήψη. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μτγν. τ. σχηματισμένο είτε από το ρ. σήπω / σήπομαι είτε από τον τ. σήπη] … Dictionary of Greek
σηπεύοντας — σηπεύω cause to putrefy pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)